- παρέτραγεν
- παρατρώγωnibble ataor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατρώγω — ΝΜΑ, παρατρώω Ν νεοελλ. τρώγω υπερβολικά, ντερλικώνω (μσν αρχ.) (κυριολ. και μτφ.) δαγκώνω, τσιμπώ κρυφά στο πλάι, στην άκρη, κόβω με τα δόντια κάτι (α. «τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν;», Αριστοφ. β. «δικαστηρίων παρατρώγειν», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek